Σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ για την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτείται επίδοση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση αντιγράφου απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Η επισπευδόμενη εκτέλεση χωρίς τέτοια επίδοση είναι άκυρη και χωρίς βλάβη του καθ’ ου η εκτέλεση, επειδή τόσον η επίδοση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης όσον και για το λόγο ότι χωρίς την επίδοση αυτή δεν αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση. Διαφορετικό όμως είναι το ζήτημα της ακυρότητας της επιταγής ή της επίδοσης αυτής. Αν δηλαδή η επίδοση δεν έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 122-143 ΚΠολΔ, επέρχεται ακυρότητα αυτής μόνο σε συνδυασμό με το στοιχείο της βλάβης. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση ακυρότητας της επίδοσης της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και της έκθεσης του αναγκαστικού πλειστηριασμού, η οποία επιδρά ακυρωτικώς με την επίκληση της βλάβης. (ΜΠρΞανθ 467/2012).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 26 § 1 εδ. δ, 127 § 1, 129 § 1 και 139 εδ. δ Κ,Πολ.Δ. συνάγεται, ότι για να επιδοθεί έγκυρα δικόγραφο σε νομικό πρόσωπο, πρέπει αυτό να παραδοθεί στον νόμιμο ή κατά το καταστατικό εκπρόσωπο του και να αναγραφεί από το δικαστικό επιμελητή το ονοματεπώνυμο του στην έκθεση, αν η επίδοση γίνεται στον ίδιο. Αν όμως αυτός δεν βρεθεί στο γραφείο του (άρθρο 124 § 2) και η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου σε πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 129 § 1, δεν απαιτείται μεν η αναγραφή στην έκθεση του ονόματος του νομίμου εκπροσώπου που δεν αναβρέθηκε, πρέπει όμως ν’ αναφέρεται σ’ αυτή το γεγονός της μη ανεύρεσης και το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο έγινε η παράδοση του εγγράφου, για να διαπιστωθεί αν το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι από τα αναγραφόμενα στη διάταξη αυτή ως δεκτικά επιδόσεως. Δεδομένου όμως ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα αυτά σε συνδυασμό με τα άρθρα 159, 544 και 559 Κ.Πολ.Δ. για την τήρηση του τύπου που διαγράφεται από τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση η αναίρεση, πρέπει για να απαγγελθεί ακυρότητα να επήλθε σ’ αυτόν που προτείνει την παράβαση βλάβη. Το δικαστήριο δε έχει εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει την ύπαρξη του προτεινόμενου πραγματικού γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της δικογραφίας χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει γι’ αυτό απόδειξη (ΑΠ 1005/2011, Νόμος). Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 159 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ. η ακυρότητα της-επίδοσης του άρθρου 129 παρ. 1 ιδίου κώδικα, ως παράβαση διάταξης που ρυθμίζει την διαδικασία διαδικαστικής πράξης δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, που πρέπει κατά τρόπο νόμιμο και ορισμένο να επικαλείται ο προβάλλων την ακυρότητα (ΑΠ 1179/1999, ΑΠ 808/2004, Νόμος).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΑΠ 1248/2010, ΕφΘεσ 587/2009 δημ. Νόμος). Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΟλΑΠ 56/1990, ΑΠ 1248/2010 Νόμος, ΜΠρΑθ 402/2014, Νόμος).
Περαιτέρω, η άσκηση από την καθ’ ης του δικαιώματος της να κατάσχει προς πλειστηριασμό το πολλαπλάσιας αξίας, σε σχέση με την απαίτηση της, ακίνητο της ανακόπτουσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επομένως είναι καταχρηστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και εντεύθεν άκυρη. Ειδικότερα, η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης και ο συνακόλουθος πλειστηριασμός εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για την ανακόπτουσα, που υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια θυσίας της, αφού είναι έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο επιβάλλεται κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα ρυθμιστικό των σχέσεων εξουσίας. Συνεπάγεται δε ιδιαιτέρως επαχθείς γι’ αυτήν συνέπειες που καθιστούν μη ανεκτή την πραγμάτωση της απαίτησης της καθ’ ης, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι για την ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ ης θα αρκούσε η αναγκαστική εκτέλεση της κινητής περιουσίας της ανακόπτουσας.
Τίποτα από όσα αναφέρονται δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νομική συμβουλή. Το συγκεκριμένο δελτίο κατέχει θέση ενημέρωσης γενικής και μόνο. Θα πρέπει να ζητηθεί νομική συμβουλή προτού προβείτε σε οποιαδήποτε πράξη αναφέρεται στο ως άνω κείμενο.